царить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

царить - translation to πορτογαλικά


царить      
reinar ; {перен.} dominar , imperar , reinar , grassar
imperar vt      

1) властвовать, царствовать, править;
2) господствовать, царить
De quem cobram os reis da terra os tributos, ou o censo?      
цари земные с кого берут пошлины или подати?

Ορισμός

ЦАРИТЬ
1. стар. быть царем, царствовать.
2. (1 и 2 л. не употр.).
существовать, господствовать (во 2 знач.).
В лесу царит тишина. В квартире царит беспорядок.
3. первенствовать, превосходя всех в каком-н отношении.
Ц. в обществе, в компании. Ц. над всеми.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για царить
1. Иначе будет царить вседозволенность, такая, как сейчас".
2. Иначе на Дальнем Востоке будут царить холод и запустение.
3. Всеобщее равенство должно будет царить в этих стенах.
4. Настоящий культ детей будет царить нынешним летом в Кузьминском парке.
5. Я убеждён, что в театре должен царить Его Величество артист.